- άληκτος
- (I)ἄληκτος, -ον (AM) [λήγω]1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..————————(II)ἄληκτος, -ον (Μ)αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωσηεπίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].
Dictionary of Greek. 2013.